Aπόφαση του ΔΠρ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, σχετικά με την επιστροφή αχρεωστήτως
καταβληθεισών συντάξεων. Το ενδιαφέρον της απόφασης είναι η αποδοχή της
δεκαετούς παραγραφής για απαιτήσεις του Ιδρύματος (νυν ΕΦΚΑ) μέχρι την
12-11-2002,παρά το γεγονός ότι το ΙΚΑ εφάρμοσε κατά την έκδοση της
καταλογιστικής απόφασης το ν. 4093/12, που δημοσιεύθηκε την 12-11-2012.
Κατά συνέπεια σε ανάλογες υποθέσεις όλα τα
ποσά που καταλογίσθηκαν μέχρι την 12-11-2012 υπόκεινται σε δεκαετή
παραγραφή και ο ΕΦΚΑ δεν νομιμοποιείται να υπολογίζει τα σχετικά ποσά με
βάση την 20ετή παραγραφή του ν. 4093/12. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
γλυτώσαμε περίπου δέκα χρόνια κεφάλαιο και τόκους...
Εξυπακούεται ότι ακολουθεί έφεση, αφού η απόφαση βρίθει παράλογων λογικών και νομικών αλμάτων.
Αριθμός απόφασης 7121/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ
Γ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2019, με δικαστή τη Χαρούλα Πόνη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Άννα Κωνσταντινίδου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 10.9.2014
τ η ς Α Κ του Παναγιώτη, κατοίκου Μενεμένης Θεσσαλονίκης, οδός Θ. Χατζίκου αριθ. , για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Ρεπανίδης,
κ α τ α του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, για τον οποίο παραστάθηκε με την υποβολή της από 4.1.2019 δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Στέλιος Λεμονίδης.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της προσφεύγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε την δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με τον νόμο.
1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθ. 25019986395903040079 ηλεκτρονικό παράβολο και το από 3.1.2019 αποδεικτικό εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της υπ’ αριθ. 353/συν.45/27.5.2014 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της 10473/8.11.2013 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή πράξη καταλογίστηκε σε βάρος της ποσό 18.159,55 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως καταβληθείσες συντάξεις κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 8.11.2013, πλέον τόκου 5%, ποσού 8.198,38 ευρώ, και συνολικά ποσό 26.357,93 ευρώ.
2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 4 του αν.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α), κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Ι.Κ.Α. επιστρέφεται σε αυτό εντόκως προς 5%. Σύμφωνα, όμως, με την αρχή της χρηστής διοίκησης, γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, η αναζήτηση ποσών που εισπράχθηκαν από συνταξιούχο παρανόμως, πλην καλοπίστως, αποκλείεται μετά την πάροδο ικανού χρόνου από την είσπραξή τους, λόγω των απρόβλεπτων οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται το μέτρο αυτό εις βάρος του συνταξιούχου. Κατά δε την έννοια της ίδιας διάταξης, επιβάλλεται η αναζήτηση από το ΙΚΑ των ποσών αυτών, αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, έχει επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο ΙΚΑ θα επιφέρει εις βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες (ΣτΕ 1138/2017, 1316/2014, 3415/2013 κ.ά.). Αντιθέτως, η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση, εφόσον κριθεί ότι αυτός ο οποίος έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε, κατά την είσπραξή τους, σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε περί της συνδρομής του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΣτΕ 3146/2017, 3699/2015, 1318/2014, 3415/2013 κ.ά.). Ως δόλια δε ενέργεια του ασφαλισμένου νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που δικαιολογεί τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (ΣτΕ 3146/2017, 1318/2014, 3587/2011, 1835/2007, ΔΕφΑ 3950/2015 κ.ά.). Τέλος, η απαίτηση για καταβολή τόκων έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια απαίτηση (πρβλ. ΣτΕ 4042/2015, 2671/2014, 3292/2011, 3646/1986) και γεννάται κατά τον ίδιο χρόνο με αυτήν, οπότε, σε περίπτωση αναζήτησης από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παροχής που είχε καταβάλει αχρεωστήτως σε ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του, η κατ’ άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 οφειλή τόκων γεννάται από τον χρόνο καταβολής της αχρεώστητης παροχής (ΔΕφΘεσ 1149/2019, 1523/2011 κ.α.).
3. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α), ορίζεται ότι: «… Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του … παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακό).… ». Περαιτέρω, στο άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφο ΙΑ.6. αρ. 2 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α/12.11.2012) ορίζεται ότι: «Αξιώσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται».
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, γεννηθείσα στις 21.1.1936, υπέβαλε την από 27.2.1989 αίτηση χορήγησης σύνταξης γήρατος, η οποία της χορηγήθηκε από 1.3.1991 με την 23044/16.12.1991 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, με την ενσωματωμένη στην ανωτέρω αίτησή της υπεύθυνη δήλωση, δήλωσε ότι δεν εργάζεται και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει το Ταμείο εγγράφως, σε περίπτωση που αναλάμβανε μελλοντικά εργασία ή λάμβανε σύνταξη. Ακολούθως, με την 00120/9.1.1992 απόφαση του Διευθυντή του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών η προσφεύγουσα έλαβε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της από 1.4.1991, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν διασταύρωσης στοιχείων της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. Με τα δεδομένα αυτά, εκδόθηκε η 10473/8.11.2013 απόφαση του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της το ποσό των 18.159,55 ευρώ, το οποίο έλαβε αχρεωστήτως από 1.1.1994 έως 8.11.2013, πλέον τόκου 5%, ποσού 8.198,38 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 26.357,93 ευρώ. Κατ’ αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την 1313/10.2.2014 ένσταση (αίτηση θεραπείας) ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ως άνω Υποκαταστήματος, με την οποία ισχυρίστηκε ότι λόγω των ελάχιστων γραμματικών γνώσεων και ενόψει της πολυπλοκότητας της ασφαλιστικής νομοθεσίας δεν γνώριζε, ούτε και ενημερώθηκε ποτέ, ότι είχε υποχρέωση να δηλώσει προς το ΙΚΑ ότι λάμβανε σύνταξη και από άλλον ασφαλιστικό φορέα, καθώς και την αίτησή της προς συνταξιοδότηση τη συμπλήρωσε και υπέβαλε στο ΙΚΑ τρίτο πρόσωπο και η ίδια απλώς την υπέγραψε, προέβη δε αυτοβούλως σε ενημέρωση του αρμοδίου υπαλλήλου του ΙΚΑ για τη λήψη και άλλης σύνταξης τυχαία, κατά την διαδικασία επιστροφής του ΕΚΑΣ λόγω υπέρβασης των εισοδηματικών κριτηρίων. Ενόψει των ανωτέρω, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι επί σειρά ετών λάμβανε καλόπιστα τις καταλογισθείσες παροχές, περιλαμβάνοντας μάλιστα τα σχετικά ποσά στις φορολογικές της δηλώσεις, χωρίς ουδέποτε να γίνει έλεγχος από κάποιον υπάλληλο, με αποτέλεσμα να υπάρχει συντρέχον πταίσμα του καθ’ ου, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, ενώ ήταν ευχερής η σχετική διαπίστωση, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 22767/5.6.2003 έγγραφο του ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) για έλεγχο των στοιχείων του εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος ως προς τα δηλωθείσα ποσά από συντάξεις. Συνεπώς, ο καταλογισμός των παροχών μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος πλέον της εικοσαετίας αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ενώ παραβιάζει και το άρθρο 281 ΑΚ. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι οι αξιώσεις του καθ’ ου για τα ποσά που καταβλήθηκαν έως τις 12.11.2012 έχουν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει σε παραγραφή μετά την παρέλευση δεκαετίας, κατά το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 2972/2001, μη νομίμως δε εφαρμόστηκε ο ν. 4093/2012, που προβλέπει εικοσαετή παραγραφή των σχετικών αξιώσεων, για χρονικό διάστημα πριν την έναρξη της ισχύος του. Επιπλέον, προέβαλε επικουρικώς ότι, ενόψει της καλής της πίστης, πρέπει να καταλογιστούν σε βάρος της τόκοι μόνο κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.2014 και εφεξής, οπότε της επιδόθηκε η καταλογιστική πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 και τη σχετική 126/64 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει γίνει δεκτή από τη διοίκηση, η δε εξόφληση του καταλογισθέντος ποσού θα επιφέρει σ’ αυτήν εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες λόγω του χαμηλού εισοδήματός της. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε δηλώσεις και εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2009 έως 2013. Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής παραστάσθηκε η προσφεύγουσα με τον υιό της και δικηγόρο, Γεώργιο Ρεπανίδη, και επανέλαβε ότι είχε καλή πίστη και τελεί σε οικονομική αδυναμία επιστροφής του ποσού, η δε παραγραφή των αξιώσεων του καθ’ ου είναι δεκαετής. Η ένσταση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 353/συν.45/27.5.2014 απόφαση της Τ.Δ.Ε.
5. Επειδή, ήδη με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης αυτής, επαναλαμβάνοντας όσα προέβαλε με την ως άνω ένσταση και προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, τις υπ’ αριθ. Σ81/23/20.6.2012 και Σ84/12/14.12.2012 εγκυκλίους του ΙΚΑ, σύμφωνα με τις οποίες η παραγραφή των αξιώσεων του καθ’ ου για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών οριζόταν δεκαετής κατά το ν. 2972/2001 και από 12.11.2012 και μετά ορίζεται εικοσαετής, σύμφωνα με την περ. 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012. Αντιθέτως, το καθ’ ου με την έκθεση απόψεών του ζητεί την απόρριψη της προσφυγής.
6. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, ως δόλια ενέργεια του ασφαλισμένου, εξαιτίας της οποίας υποχρεούται στην επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος. Η δε προσφεύγουσα, παρότι έλαβε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της από τον ΟΑΕΕ σχεδόν ταυτοχρόνως με τη λήψη σύνταξης από το καθ’ ου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια, προκειμένου να γνωστοποιήσει τη σχετική μεταβολή σ’ αυτό, παρά το γεγονός ότι στο έντυπο της αίτησης υπήρχε ειδική και σαφής υπόμνηση της υποχρέωσής της να ενημερώσει εγγράφως το ΙΚΑ, σε περίπτωση που λάβει σύνταξη ή αναλάβει εργασία, και συνεπώς είχε εγγράφως και προσηκόντως ενημερωθεί και αναλάβει ενυπογράφως τη σχετική υποχρέωση (ΔΕφΑθ 1950/2019), κατ’ απόρριψη των αντιθέτως προβαλλόμενων με την υπό κρίση προσφυγή. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο όρος αυτός διέλαθε της προσοχής της προσφεύγουσας, αυτή είχε σε κάθε περίπτωση λάβει γνώση της σχετικής υποχρέωσής της από τα τρίμηνα ενημερωτικά σημειώματα που λάμβανε από το καθ’ ου. Και τούτο διότι η υπόμνηση που αναφέρεται σ’ αυτά (ενδεικτικώς προσκομιζόμενα πρώτου τριμήνου 2011, 2012 και 2013) ότι «έχετε υποχρέωση να ειδοποιήσετε αμέσως την Υπηρεσία Πληρωμών Συντάξεων Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ που αναγράφεται ανωτέρω στην περίπτωση που εσείς ή μέλη της οικογένειάς σας … εργαστείτε ή συνταξιοδοτηθείτε για άλλη αιτία και από οποιονδήποτε φορέα ή το Δημόσιο» και επιπλέον για δήλωση «κάθε μεταβολής που έχει σαν συνέπεια τη μείωση ή τη διακοπή της σύνταξης», είναι αρκούντως σαφής και εμπεριστατωμένη, ενόψει του ότι αναγράφεται σε ιδιαίτερο πλαίσιο κάτω από την ένδειξη «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ», ώστε να επιστήσει την προσοχή του ασφαλισμένου, και περιέχει σχετικές οδηγίες σε περίπτωση επελθούσας αλλαγής, αφού επισημαίνεται η υποχρέωσή του να ειδοποιήσει εγγράφως την υπηρεσία αν ο ίδιος ή κάποιο από τα μέλη της οικογένειάς του για το οποίο χορηγούνται παροχές εργαστεί ή συνταξιοδοτηθεί ή επέλθει κάποια μεταβολή στην οικογενειακή του κατάσταση, όπως γάμος, διαζύγιο, γέννηση, θάνατος (ΔΕφΘεσ 1939/2017, πρβλ. ΔΕφΘεσ 1146/2019, 1136/2019, 908/2019, ΔΕφΠειρ 725/2019 κ.α.). Περαιτέρω, η υποστηριζόμενη έλλειψη γραμματικών γνώσεων, και αληθής υποτιθέμενη, δεν δικαιολογεί την άγνοια των νόμων και των σχετικών οδηγιών, ενόψει μάλιστα του ότι ο υιός της προσφεύγουσας, ο οποίος, κατά τα κοινώς γνωστά, γνώριζε για τη λήψη δεύτερης σύνταξης και για το περιεχόμενο των σχετικών σημειωμάτων που αποστέλλονταν στη μητέρα του, μπορούσε, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας να τη συμβουλέψει και να μεριμνήσει για τα θέματα που σχετίζονται με τη συνταξιοδότησή της με αυξημένες σε σχέση με το μέσο όρο γνώσεις και ικανότητες, όπως άλλωστε καταδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά την έκδοση της καταλογιστικής πράξης προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και παραστάθηκε μαζί με την μητέρα του και προσφεύγουσα ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής κατά την εκδίκαση της ένστασής της. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η λήψη δεύτερης σύνταξης γνωστοποιήθηκε στο καθ’ ου από την ίδια και όχι στο πλαίσιο διασταύρωσης των στοιχείων της ΗΔΙΚΑ πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αναπόδεικτος. Επίσης, πρέπει να απορριφθούν τα προβαλλόμενα περί εφαρμογής των άρθρων 300 και 281 του Αστικού Κώδικα, οι διατάξεις του οποίου αφορούν στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και δεν εφαρμόζονται στο δημόσιο δίκαιο, ενώ δεν νοείται κατάχρηση δικαιώματος στο δημόσιο δίκαιο (ΣτΕ 1626/2018, 2850, 919/2017, 1597, 1418/2016 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις δεν συνάγεται η υποχρέωση μνείας του στοιχείου του δόλου στην καταλογιστική απόφαση, αλλά αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κρίνει ότι η προσφεύγουσα, η οποία έλαβε αχρεωστήτως το ποσό των 18.159,55 ευρώ ως σύνταξη από το καθ’ ου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 8.11.2013, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την ίδια, τελούσε σε δόλο κατά την είσπραξη του εν λόγω ποσού και νομίμως ζητείται η επιστροφή του, καθόσον η συνδρομή του στοιχείου του δόλου επιτρέπει την αναζήτησή του, ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να επιφέρει σε βάρος της προσφεύγουσας, ενόψει της επικαλούμενης οικονομικής της κατάστασης (ΔΕφΘεσ 1146/2019, 1136/2019, 908/2019 κ.α.), τα δε προβαλλόμενα περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταλογιστική απόφαση του καθ’ ου εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η σχετική αξίωσή του για την επιστροφή των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το διάστημα από 1.1.1994 έως 12.11.2002 είχε ήδη παραγραφεί, καθόσον η σχετική αξίωση υπόκειται στην προβλεπόμενη υπό το προηγούμενο καθεστώς δεκαετή παραγραφή, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί στις 12.11.2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012 όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή, ενώ κατά τα λοιπά ο χρόνος παραγραφής έχει ήδη επιμηκυνθεί νομοθετικώς σε είκοσι έτη, κρίνει ότι μη νομίμως καταλογίστηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας τα ποσά που αντιστοιχούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (πρβλ. ΔΕφΑθ 2066/2018, ΔΕφΠατρ 548/2018, ΔΕφΘεσ 2789/2017). Επομένως, η Τ.Δ.Ε. που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας κατά το μέρος αυτό, εσφαλμένως έκρινε τα πραγματικά περιστατικά και ερμήνευσε το νόμο και πρέπει να ακυρωθεί. Τέλος, ενόψει του παρακολουθηματικού χαρακτήρα των τόκων σε σχέση προς την κύρια οφειλή, η υποχρέωση έντοκης επιστροφής των συντάξεων που έλαβε η προσφεύγουσα αχρεωστήτως απορρέει ευθέως εκ του νόμου και ως εκ τούτου η υποχρέωση καταβολής των τόκων επί του καταλογισθέντος ποσού είναι νόμιμη μόνο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατ’ απόρριψη των αντιθέτως προβαλλόμενων με την υπό κρίση προσφυγή.
7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας ως προς την επιστροφή του ποσού που εισπράχθηκε από αυτήν κατά το χρονικό διάστημα 1.1.1994 έως 12.11.2002, καθώς και του αναλογούντος τόκου,μέρος δε του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού δώδεκα (12) ευρώ, να αποδοθεί στην προσφεύγουσα, ενώ το λοιπό να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔικ, και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ ΚΔΔικ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 353/συν.45/27.5.2014 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας και κρίθηκε νόμιμη η αναζήτηση από αυτήν των ποσών της σύνταξης που έλαβε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα 1.1.1994 έως 12.11.2002, καθώς και του αναλογούντος τόκου.
Απορρίπτει την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από 13.11.2002 έως 8.11.2013.
Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού δώδεκα (12) ευρώ, και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12.9.2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΑΡΟΥΛΑ ΠΟΝΗ ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Εξυπακούεται ότι ακολουθεί έφεση, αφού η απόφαση βρίθει παράλογων λογικών και νομικών αλμάτων.
Αριθμός απόφασης 7121/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ
Γ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2019, με δικαστή τη Χαρούλα Πόνη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Άννα Κωνσταντινίδου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 10.9.2014
τ η ς Α Κ του Παναγιώτη, κατοίκου Μενεμένης Θεσσαλονίκης, οδός Θ. Χατζίκου αριθ. , για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Ρεπανίδης,
κ α τ α του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, για τον οποίο παραστάθηκε με την υποβολή της από 4.1.2019 δήλωσης του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Στέλιος Λεμονίδης.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της προσφεύγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε την δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με τον νόμο.
1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθ. 25019986395903040079 ηλεκτρονικό παράβολο και το από 3.1.2019 αποδεικτικό εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της υπ’ αριθ. 353/συν.45/27.5.2014 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της 10473/8.11.2013 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος. Με την τελευταία αυτή πράξη καταλογίστηκε σε βάρος της ποσό 18.159,55 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως καταβληθείσες συντάξεις κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 8.11.2013, πλέον τόκου 5%, ποσού 8.198,38 ευρώ, και συνολικά ποσό 26.357,93 ευρώ.
2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 4 του αν.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α), κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το Ι.Κ.Α. επιστρέφεται σε αυτό εντόκως προς 5%. Σύμφωνα, όμως, με την αρχή της χρηστής διοίκησης, γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, η αναζήτηση ποσών που εισπράχθηκαν από συνταξιούχο παρανόμως, πλην καλοπίστως, αποκλείεται μετά την πάροδο ικανού χρόνου από την είσπραξή τους, λόγω των απρόβλεπτων οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται το μέτρο αυτό εις βάρος του συνταξιούχου. Κατά δε την έννοια της ίδιας διάταξης, επιβάλλεται η αναζήτηση από το ΙΚΑ των ποσών αυτών, αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, έχει επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο ΙΚΑ θα επιφέρει εις βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες (ΣτΕ 1138/2017, 1316/2014, 3415/2013 κ.ά.). Αντιθέτως, η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση, εφόσον κριθεί ότι αυτός ο οποίος έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε, κατά την είσπραξή τους, σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε περί της συνδρομής του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΣτΕ 3146/2017, 3699/2015, 1318/2014, 3415/2013 κ.ά.). Ως δόλια δε ενέργεια του ασφαλισμένου νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που δικαιολογεί τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (ΣτΕ 3146/2017, 1318/2014, 3587/2011, 1835/2007, ΔΕφΑ 3950/2015 κ.ά.). Τέλος, η απαίτηση για καταβολή τόκων έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια απαίτηση (πρβλ. ΣτΕ 4042/2015, 2671/2014, 3292/2011, 3646/1986) και γεννάται κατά τον ίδιο χρόνο με αυτήν, οπότε, σε περίπτωση αναζήτησης από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παροχής που είχε καταβάλει αχρεωστήτως σε ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του, η κατ’ άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 οφειλή τόκων γεννάται από τον χρόνο καταβολής της αχρεώστητης παροχής (ΔΕφΘεσ 1149/2019, 1523/2011 κ.α.).
3. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α), ορίζεται ότι: «… Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του … παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακό).… ». Περαιτέρω, στο άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφο ΙΑ.6. αρ. 2 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α/12.11.2012) ορίζεται ότι: «Αξιώσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται».
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, γεννηθείσα στις 21.1.1936, υπέβαλε την από 27.2.1989 αίτηση χορήγησης σύνταξης γήρατος, η οποία της χορηγήθηκε από 1.3.1991 με την 23044/16.12.1991 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, με την ενσωματωμένη στην ανωτέρω αίτησή της υπεύθυνη δήλωση, δήλωσε ότι δεν εργάζεται και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει το Ταμείο εγγράφως, σε περίπτωση που αναλάμβανε μελλοντικά εργασία ή λάμβανε σύνταξη. Ακολούθως, με την 00120/9.1.1992 απόφαση του Διευθυντή του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών η προσφεύγουσα έλαβε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της από 1.4.1991, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν διασταύρωσης στοιχείων της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. Με τα δεδομένα αυτά, εκδόθηκε η 10473/8.11.2013 απόφαση του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της το ποσό των 18.159,55 ευρώ, το οποίο έλαβε αχρεωστήτως από 1.1.1994 έως 8.11.2013, πλέον τόκου 5%, ποσού 8.198,38 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 26.357,93 ευρώ. Κατ’ αυτής η προσφεύγουσα άσκησε την 1313/10.2.2014 ένσταση (αίτηση θεραπείας) ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ως άνω Υποκαταστήματος, με την οποία ισχυρίστηκε ότι λόγω των ελάχιστων γραμματικών γνώσεων και ενόψει της πολυπλοκότητας της ασφαλιστικής νομοθεσίας δεν γνώριζε, ούτε και ενημερώθηκε ποτέ, ότι είχε υποχρέωση να δηλώσει προς το ΙΚΑ ότι λάμβανε σύνταξη και από άλλον ασφαλιστικό φορέα, καθώς και την αίτησή της προς συνταξιοδότηση τη συμπλήρωσε και υπέβαλε στο ΙΚΑ τρίτο πρόσωπο και η ίδια απλώς την υπέγραψε, προέβη δε αυτοβούλως σε ενημέρωση του αρμοδίου υπαλλήλου του ΙΚΑ για τη λήψη και άλλης σύνταξης τυχαία, κατά την διαδικασία επιστροφής του ΕΚΑΣ λόγω υπέρβασης των εισοδηματικών κριτηρίων. Ενόψει των ανωτέρω, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι επί σειρά ετών λάμβανε καλόπιστα τις καταλογισθείσες παροχές, περιλαμβάνοντας μάλιστα τα σχετικά ποσά στις φορολογικές της δηλώσεις, χωρίς ουδέποτε να γίνει έλεγχος από κάποιον υπάλληλο, με αποτέλεσμα να υπάρχει συντρέχον πταίσμα του καθ’ ου, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, ενώ ήταν ευχερής η σχετική διαπίστωση, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 22767/5.6.2003 έγγραφο του ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) για έλεγχο των στοιχείων του εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος ως προς τα δηλωθείσα ποσά από συντάξεις. Συνεπώς, ο καταλογισμός των παροχών μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος πλέον της εικοσαετίας αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ενώ παραβιάζει και το άρθρο 281 ΑΚ. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι οι αξιώσεις του καθ’ ου για τα ποσά που καταβλήθηκαν έως τις 12.11.2012 έχουν, σε κάθε περίπτωση, υποπέσει σε παραγραφή μετά την παρέλευση δεκαετίας, κατά το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 2972/2001, μη νομίμως δε εφαρμόστηκε ο ν. 4093/2012, που προβλέπει εικοσαετή παραγραφή των σχετικών αξιώσεων, για χρονικό διάστημα πριν την έναρξη της ισχύος του. Επιπλέον, προέβαλε επικουρικώς ότι, ενόψει της καλής της πίστης, πρέπει να καταλογιστούν σε βάρος της τόκοι μόνο κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.2014 και εφεξής, οπότε της επιδόθηκε η καταλογιστική πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 και τη σχετική 126/64 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει γίνει δεκτή από τη διοίκηση, η δε εξόφληση του καταλογισθέντος ποσού θα επιφέρει σ’ αυτήν εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες λόγω του χαμηλού εισοδήματός της. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε δηλώσεις και εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2009 έως 2013. Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής παραστάσθηκε η προσφεύγουσα με τον υιό της και δικηγόρο, Γεώργιο Ρεπανίδη, και επανέλαβε ότι είχε καλή πίστη και τελεί σε οικονομική αδυναμία επιστροφής του ποσού, η δε παραγραφή των αξιώσεων του καθ’ ου είναι δεκαετής. Η ένσταση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 353/συν.45/27.5.2014 απόφαση της Τ.Δ.Ε.
5. Επειδή, ήδη με την υπό κρίση προσφυγή η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης αυτής, επαναλαμβάνοντας όσα προέβαλε με την ως άνω ένσταση και προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, τις υπ’ αριθ. Σ81/23/20.6.2012 και Σ84/12/14.12.2012 εγκυκλίους του ΙΚΑ, σύμφωνα με τις οποίες η παραγραφή των αξιώσεων του καθ’ ου για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών οριζόταν δεκαετής κατά το ν. 2972/2001 και από 12.11.2012 και μετά ορίζεται εικοσαετής, σύμφωνα με την περ. 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012. Αντιθέτως, το καθ’ ου με την έκθεση απόψεών του ζητεί την απόρριψη της προσφυγής.
6. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, ως δόλια ενέργεια του ασφαλισμένου, εξαιτίας της οποίας υποχρεούται στην επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, νοείται και η εκ μέρους του αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος. Η δε προσφεύγουσα, παρότι έλαβε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της από τον ΟΑΕΕ σχεδόν ταυτοχρόνως με τη λήψη σύνταξης από το καθ’ ου, δεν προέβη σε καμία ενέργεια, προκειμένου να γνωστοποιήσει τη σχετική μεταβολή σ’ αυτό, παρά το γεγονός ότι στο έντυπο της αίτησης υπήρχε ειδική και σαφής υπόμνηση της υποχρέωσής της να ενημερώσει εγγράφως το ΙΚΑ, σε περίπτωση που λάβει σύνταξη ή αναλάβει εργασία, και συνεπώς είχε εγγράφως και προσηκόντως ενημερωθεί και αναλάβει ενυπογράφως τη σχετική υποχρέωση (ΔΕφΑθ 1950/2019), κατ’ απόρριψη των αντιθέτως προβαλλόμενων με την υπό κρίση προσφυγή. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο όρος αυτός διέλαθε της προσοχής της προσφεύγουσας, αυτή είχε σε κάθε περίπτωση λάβει γνώση της σχετικής υποχρέωσής της από τα τρίμηνα ενημερωτικά σημειώματα που λάμβανε από το καθ’ ου. Και τούτο διότι η υπόμνηση που αναφέρεται σ’ αυτά (ενδεικτικώς προσκομιζόμενα πρώτου τριμήνου 2011, 2012 και 2013) ότι «έχετε υποχρέωση να ειδοποιήσετε αμέσως την Υπηρεσία Πληρωμών Συντάξεων Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ που αναγράφεται ανωτέρω στην περίπτωση που εσείς ή μέλη της οικογένειάς σας … εργαστείτε ή συνταξιοδοτηθείτε για άλλη αιτία και από οποιονδήποτε φορέα ή το Δημόσιο» και επιπλέον για δήλωση «κάθε μεταβολής που έχει σαν συνέπεια τη μείωση ή τη διακοπή της σύνταξης», είναι αρκούντως σαφής και εμπεριστατωμένη, ενόψει του ότι αναγράφεται σε ιδιαίτερο πλαίσιο κάτω από την ένδειξη «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ», ώστε να επιστήσει την προσοχή του ασφαλισμένου, και περιέχει σχετικές οδηγίες σε περίπτωση επελθούσας αλλαγής, αφού επισημαίνεται η υποχρέωσή του να ειδοποιήσει εγγράφως την υπηρεσία αν ο ίδιος ή κάποιο από τα μέλη της οικογένειάς του για το οποίο χορηγούνται παροχές εργαστεί ή συνταξιοδοτηθεί ή επέλθει κάποια μεταβολή στην οικογενειακή του κατάσταση, όπως γάμος, διαζύγιο, γέννηση, θάνατος (ΔΕφΘεσ 1939/2017, πρβλ. ΔΕφΘεσ 1146/2019, 1136/2019, 908/2019, ΔΕφΠειρ 725/2019 κ.α.). Περαιτέρω, η υποστηριζόμενη έλλειψη γραμματικών γνώσεων, και αληθής υποτιθέμενη, δεν δικαιολογεί την άγνοια των νόμων και των σχετικών οδηγιών, ενόψει μάλιστα του ότι ο υιός της προσφεύγουσας, ο οποίος, κατά τα κοινώς γνωστά, γνώριζε για τη λήψη δεύτερης σύνταξης και για το περιεχόμενο των σχετικών σημειωμάτων που αποστέλλονταν στη μητέρα του, μπορούσε, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας να τη συμβουλέψει και να μεριμνήσει για τα θέματα που σχετίζονται με τη συνταξιοδότησή της με αυξημένες σε σχέση με το μέσο όρο γνώσεις και ικανότητες, όπως άλλωστε καταδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά την έκδοση της καταλογιστικής πράξης προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και παραστάθηκε μαζί με την μητέρα του και προσφεύγουσα ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής κατά την εκδίκαση της ένστασής της. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η λήψη δεύτερης σύνταξης γνωστοποιήθηκε στο καθ’ ου από την ίδια και όχι στο πλαίσιο διασταύρωσης των στοιχείων της ΗΔΙΚΑ πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αναπόδεικτος. Επίσης, πρέπει να απορριφθούν τα προβαλλόμενα περί εφαρμογής των άρθρων 300 και 281 του Αστικού Κώδικα, οι διατάξεις του οποίου αφορούν στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και δεν εφαρμόζονται στο δημόσιο δίκαιο, ενώ δεν νοείται κατάχρηση δικαιώματος στο δημόσιο δίκαιο (ΣτΕ 1626/2018, 2850, 919/2017, 1597, 1418/2016 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις δεν συνάγεται η υποχρέωση μνείας του στοιχείου του δόλου στην καταλογιστική απόφαση, αλλά αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κρίνει ότι η προσφεύγουσα, η οποία έλαβε αχρεωστήτως το ποσό των 18.159,55 ευρώ ως σύνταξη από το καθ’ ου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1994 έως 8.11.2013, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την ίδια, τελούσε σε δόλο κατά την είσπραξη του εν λόγω ποσού και νομίμως ζητείται η επιστροφή του, καθόσον η συνδρομή του στοιχείου του δόλου επιτρέπει την αναζήτησή του, ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να επιφέρει σε βάρος της προσφεύγουσας, ενόψει της επικαλούμενης οικονομικής της κατάστασης (ΔΕφΘεσ 1146/2019, 1136/2019, 908/2019 κ.α.), τα δε προβαλλόμενα περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταλογιστική απόφαση του καθ’ ου εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η σχετική αξίωσή του για την επιστροφή των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το διάστημα από 1.1.1994 έως 12.11.2002 είχε ήδη παραγραφεί, καθόσον η σχετική αξίωση υπόκειται στην προβλεπόμενη υπό το προηγούμενο καθεστώς δεκαετή παραγραφή, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί στις 12.11.2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012 όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή, ενώ κατά τα λοιπά ο χρόνος παραγραφής έχει ήδη επιμηκυνθεί νομοθετικώς σε είκοσι έτη, κρίνει ότι μη νομίμως καταλογίστηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας τα ποσά που αντιστοιχούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα (πρβλ. ΔΕφΑθ 2066/2018, ΔΕφΠατρ 548/2018, ΔΕφΘεσ 2789/2017). Επομένως, η Τ.Δ.Ε. που με την προσβαλλόμενη απόφασή της απέρριψε την ένσταση της προσφεύγουσας κατά το μέρος αυτό, εσφαλμένως έκρινε τα πραγματικά περιστατικά και ερμήνευσε το νόμο και πρέπει να ακυρωθεί. Τέλος, ενόψει του παρακολουθηματικού χαρακτήρα των τόκων σε σχέση προς την κύρια οφειλή, η υποχρέωση έντοκης επιστροφής των συντάξεων που έλαβε η προσφεύγουσα αχρεωστήτως απορρέει ευθέως εκ του νόμου και ως εκ τούτου η υποχρέωση καταβολής των τόκων επί του καταλογισθέντος ποσού είναι νόμιμη μόνο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατ’ απόρριψη των αντιθέτως προβαλλόμενων με την υπό κρίση προσφυγή.
7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας ως προς την επιστροφή του ποσού που εισπράχθηκε από αυτήν κατά το χρονικό διάστημα 1.1.1994 έως 12.11.2002, καθώς και του αναλογούντος τόκου,μέρος δε του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού δώδεκα (12) ευρώ, να αποδοθεί στην προσφεύγουσα, ενώ το λοιπό να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔικ, και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ ΚΔΔικ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 353/συν.45/27.5.2014 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πύλης Αξιού Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η ένσταση της προσφεύγουσας και κρίθηκε νόμιμη η αναζήτηση από αυτήν των ποσών της σύνταξης που έλαβε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα 1.1.1994 έως 12.11.2002, καθώς και του αναλογούντος τόκου.
Απορρίπτει την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από 13.11.2002 έως 8.11.2013.
Διατάσσει την απόδοση στην προσφεύγουσα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού δώδεκα (12) ευρώ, και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12.9.2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΑΡΟΥΛΑ ΠΟΝΗ ΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου